Περιγραφή – Ιστορία

Η Σύρος, με την πρώτη κιόλας ματιά, σαγηνεύει τον επισκέπτη με την αρχοντιά και την ξεχωριστή ομορφιά της. 

Η Ερμούπολη, πρωτεύουσα του νησιού και των Κυκλάδων, αποτελεί μια πόλη ιδιαίτερη που αποπνέει τον κοσμοπολίτικο αέρα του 19ου αιώνα, της περιόδου που η εμπορική και η οικονομική της άνθιση ήταν πρωτοφανής για την Ελλάδα. Το επιβλητικό Δημαρχείο, η εντυπωσιακή πλατεία Μιαούλη, το εμβληματικό Θέατρο «Απόλλων», τα υπέροχα νεοκλασικά αρχοντικά και ο μεγαλοπρεπής ναός του Αγίου Νικολάου φανερώνουν με τον πιο λαμπρό τρόπο την ευμάρεια εκείνης της εποχής. Και είναι μαγικός ο τρόπος που συνδυάζεται το παλιό με το καινούριο, καθώς η πόλη σφύζει από ζωή και παρέχει όλες τις σύγχρονες ανέσεις. 

Ανηφορίζοντας προς την Άνω Σύρο, ο επισκέπτης ταξιδεύει στον Μεσαίωνα και τη Λατινοκρατία. Η Καθολική Επισκοπή του Αγίου Γεωργίου στην κορυφή αποκαλύπτει το ζωντανό καθολικό στοιχείο του νησιού και την αρμονική συνύπαρξή του με το ορθόδοξο. Τα γραφικά δαιδαλώδη σοκάκια, τα «στεγάδια», τα παραδοσιακά κουτούκια και φυσικά  η σύνδεση της Απάνω Χώρας με το ρεμπέτικο τραγούδι και τον μεγάλο Μάρκο Βαμβακάρη, την καθιστούν σημαντικό πόλο έλξης για τους επισκέπτες.  

Βγαίνοντας προς τα χωριά, το νησιωτικό τοπίο είναι αυτό που επικρατεί. Οι μικροί κι απάνεμοι όρμοι, οι ολόχρυσες ακτές, το φυσικό βραχώδες τοπίο, τα λιμανάκια με τα πολύχρωμα καΐκια, συνθέτουν τη γοητευτική κυκλαδίτικη ατμόσφαιρα.

Ο επισκέπτης μπορεί να γνωρίσει την ιστορία του νησιού με ένα σεργιάνι στην Ερμούπολη και στην Άνω Σύρο, να απολαύσει τον ήλιο και τη θάλασσα στις παραλίες του νησιού, να αποδράσει σε εξωτικούς όρμους της Βόρειας Σύρου, να γλυκαθεί με το συριανό λουκουμάκι και τη χαλβαδόπιτα. Κι όλα αυτά μπορεί να τα συνδυάσει με μοναδικές στιγμές πολιτισμού και αθλητισμού, καθώς ο Δήμος Σύρου – Ερμούπολης κάθε χρόνο προσφέρει στους επισκέπτες τη δυνατότητα να παρακολουθούν και να συμμετέχουν σε ποιοτικές πολιτιστικές εκδηλώσεις και σε ξεχωριστές αθλητικές διοργανώσεις.  


Η Σύρος βρίσκεται στο κέντρο του νησιωτικού συμπλέγματος των Κυκλάδων και αναδύεται μέσα από τα βαθυγάλανα νερά του Αιγαίου Πελάγους με ανεξίτηλα τα ίχνη της ιστορίας. Το νησί ακολούθησε την τύχη του κυκλαδικού νησιωτικού συμπλέγματος στη μακραίωνη ιστορία του, μετέχοντας στη δημιουργία του ευρύτερου αιγαιακού πολιτισμού. 


ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ


Ο παλαιότερος μύθος σχετικά με τη Σύρο, είναι αυτός του Κοιράνου. Βρέθηκε ναυαγός στα ανοιχτά της Παροναξίας και μεταφέρθηκε με τη βοήθεια ενός δελφινιού στη Σύρο. Εκεί κατέφυγε σε μια σπηλιά, το «Κοιράνειον άντρον», όπως μετονομάστηκε αργότερα, όταν πια ο Κοιράνος, χάρη στις ικανότητές του, ανακηρύχθηκε βασιλιάς του νησιού


ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΗ ΕΠΟΧΗ – ΑΡΧΑΙΟΙ ΧΡΟΝΟΙ


3η χιλιετία

Ίχνη ανθρώπινης παρουσίας στη Σύρο κατά την προϊστορική εποχή έχουν εντοπιστεί στη Χαλανδριανή (2700 – 2300 π.Χ.) και στο γειτονικό ύψωμα, το Καστρί (2300 – 2200 π.Χ.), στη ΒΑ πλευρά του νησιού. Ανήκουν στον Πρωτοκυκλαδικό Πολιτισμό και συγκεκριμένα της Πρώιμης Χαλκοκρατίας (3200-2000 π.Χ.) που διεθνώς έχει ονομαστεί από τους ειδικούς «Ο Πολιτισμός Σύρου – Κέρου».

Κατά τις διαδοχικές ανασκαφές στο νεκροταφείο της Χαλανδριανής αποκαλύφθηκαν πάνω από 600 τάφοι με σημαντικά κτερίσματα, πολλά από τα οποία φυλάσσονται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Σύρου. Στον πρωτοκυκλαδικό οχυρωμένο οικισμό στο Καστρί, έναν από τους καλύτερα διατηρημένους, ο αρχαιολόγος Χρήστος Τσούντας έφερε πρώτος στο φως υπολείμματα οχύρωσης, οικιών και πολλών αντικειμένων, ενώ ορισμένα ευρήματα πείθουν για την ύπαρξη εργαστηρίων μεταλλοτεχνίας και μαρτυρούν για τις σχέσεις της Σύρου με τα παράλια της Μικρασίας.

Οι έρευνες εντόπισαν ίχνη εγκατάστασης και σε άλλα σημεία του νησιού (Τάλαντα, Σα Μιχάλης, Αζόλιμνος, Γαλησσάς, Μάλλια, Μάννα). 

2η χιλιετία

Στη δεύτερη χιλιετία π.Χ. εικάζεται ότι το νησί εποικίστηκε από τους Φοίνικες, ενώ από τον 17ο π.Χ. αι. οι Κυκλάδες δέχονται όλο και πιο έντονα την επιρροή της μινωικής Κρήτης και στη συνέχεια των Μυκηνών.

1η χιλιετία

Τον 9ο και 8ο αι. π.Χ. φαίνεται ότι στο νησί εγκαταστάθηκαν Ίωνες, ενώ στην Οδύσσεια του Ομήρου αναφέρονται η ονομασία του νησιού «Συρίη», το οποίο τοποθετείται κοντά στη Δήλο και αποτελεί πατρίδα του Εύμαιου, καθώς και δύο πόλεις που είχαν ένα βασιλιά, τον Κτήσιο Ορμενίδη.

Τον 6ο αι. π.Χ, όταν η Σύρος είχε καταληφθεί από τους Σάμιους, γεννήθηκε στο νησί ο φυσικός φιλόσοφος και κοσμολόγος Φερεκύδης, δάσκαλος του Πυθαγόρα, ο οποίος θεωρείται εφευρέτης του Ηλιοτροπίου, του πρώτου ηλιακού ρολογιού. Φαινομενικά το ηλιοτρόπιο θυμίζει φρεάτιο ή πηγάδι που θα μπορούσαν να χρησιμοποιούν στην αρχαιότητα για την άρδευση ύδατος. Στην πραγματικότητα όμως πρόκειται για ένα αρχαίο και ακριβές ηλιακό παρατηρητήριο που σηματοδοτεί το χρόνο και τις 4 εποχές της Σύρου ανάλογα με την κίνηση του ήλιου. Το προϊστορικό αυτό Ηλιοτρόπιο βρίσκεται στο χωριό Σαν Μιχάλη. Ο Φερεκύδης λέγεται ότι πέρναγε τους περισσότερους μήνες της ζωής του μέσα στο σπήλαιο, το οποίο σώζεται μέχρι και σήμερα ανάμεσα στο Ρηχωπό και στο Πλατύ Βουνί στην Άνω Σύρο, σε ένα μαγευτικό τοπίο όπου γη και ουρανός γίνονται ένα.

Κατά τους Μηδικούς Πολέμους η Σύρος υποτάχθηκε στους Πέρσες αλλά από το 478 π.Χ. εντάχθηκε μαζί με τα άλλα Κυκλαδονήσια στην Α’ Αθηναϊκή Συμμαχία. 

Κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους (184 π.Χ. – 324 μ.Χ.), η πρωτεύουσα της Σύρου βρισκόταν στη σημερινή Ερμούπολη, όπου έχουν βρεθεί λείψανα κτισμάτων, τείχους και δεξαμενής, επιγραφές, το βάθρο από την προτομή του Αδριανού, η Αγορά, το Πρυτανείο και εδώλια θεάτρου. Αρκετά από αυτά φυλάσσονται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Σύρου. Επίσης, η κυκλοφορία χάλκινων από τον 3ο αι. π.Χ. και αργυρών νομισμάτων από τον 2ο αι. π.Χ. μαρτυρά την ανάπτυξη του νησιού, ενώ σε αυτά συναντάμε την ονομασία «Σύρα» και «Σύρος», η οποία διατηρείται μέχρι και σήμερα.

Κατά τη βυζαντινή περίοδο, η εισβολή των πειρατών προκαλεί την εγκατάλειψη του νησιού.


ΜΕΣΟΙ ΚΑΙ ΝΕΟΤΕΡΟΙ ΧΡΟΝΟΙ


Στις αρχές του 13ου αι., μετά από την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους (1204), η Σύρος, όπως και άλλα νησιά, κυριεύτηκε από τους Λατίνους και υπήχθη στο Δουκάτο της Νάξου που ίδρυσε ο Βενετός Μάρκος Σανούδος. Την ίδια περίοδο, οχυρώθηκε ο υπάρχων οικισμός της Άνω Σύρου και γνώρισε ένα ιδιότυπο καθεστώς φεουδαρχικού τύπου, με τις διαμάχες των ηγεμονίσκων και τις πειρατικές επιδρομές.

Με την κατάληψη της Σύρου και των άλλων νησιών από τον περιώνυμο Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα το 1537, επικεφαλής του οθωμανικού στόλου, καθιερώθηκε η οθωμανική επικυριαρχία στο Δουκάτο, το οποίο διαλύθηκε οριστικά το 1579. 

Μετά την υπογραφή της πρώτης συνθήκης των διομολογήσεων το 1535 μεταξύ της Γαλλίας και της Πύλης, οι καθολικοί της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας είχαν τεθεί υπό την προστασία των Γάλλων, που διήρκεσε για αιώνες. Καπουτσίνοι μοναχοί κι έπειτα Ιησουίτες εγκαταστάθηκαν στη Σύρο. Οι Γάλλοι, εκμεταλλευόμενοι το καθολικό στοιχείο, χρησιμοποίησαν το λιμάνι του νησιού ως τόπο ανεφοδιασμού των πλοίων τους που κατευθύνονταν προς τη Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη. 

Το ιδιαίτερο καθεστώς του νησιού επέτρεψε και την ανάπτυξη της αυτοδιοίκησης. Η Σύρος μαζί με την Άνδρο παραχωρήθηκε το 1779 από τον Σουλτάνο στην ανιψιά του, τη Σαχ Σουλτάνα, η οποία εκχώρησε τη διοίκηση του νησιού στην Κοινότητα και τους εκλεγμένους από αυτή Επιτρόπους. 

Προστατευμένο από την αντάρα του πολέμου, το λιμάνι της Σύρου έγινε το ασφαλέστερο καταφύγιο στο ταραγμένο Αιγαίο. Πρώτοι έφτασαν πραματευτάδες του μεγάλου Ελληνοβλαχικού εμπορίου της Αυστρίας και δραστηριοποιήθηκαν στο παλιό τους επάγγελμα. Με την έκρηξη της επανάστασης του 1821, εδώ κατέφυγαν οι πρώτοι πρόσφυγες από την Σμύρνη και τις Κυδωνίες, όταν άρχισαν εκεί οι διωγμοί των Ελλήνων, καθώς και από τη Χίο πριν από την καταστροφή του 1822. Στεγάστηκαν από τους ντόπιους στην Άνω Σύρο, στα σπίτια και στις εκκλησίες. Καθώς όμως πλήθαιναν με νέες αφίξεις από Μικρασία, Ρόδο, Κρήτη, Σάμο, άρχισαν να καταλαμβάνουν τα σοκάκια.

Μετά από την καταστροφή της Χίου τον Απρίλιο του 1822 δεκάδες χιλιάδες πρόσφυγες βρήκαν ασφαλές καταφύγιο στο νησί, ενώ η καταστροφή των Ψαρών, η κατάληψη της Κάσου και η καταστολή των εξεγέρσεων στην Κρήτη έστειλαν νέο κύμα προσφύγων. Το 1828 οι κάτοικοι της Ερμούπολης έφταναν σε 13.800 περίπου, ενώ 1.100 ακόμη πρόσφυγες απογράφηκαν στην Άνω Σύρο. 


1830 – 1922


Με την επάνοδο στην ομαλότητα (1830) το λιμάνι της Σύρου έγινε κέντρο του διαμετακομιστικού εμπορίου της ανατολικής Μεσογείου. Μαζί με το εμπόριο αναπτύχθηκαν οι βιοτεχνίες, η ναυτιλία, η οικοδομική δραστηριότητα, η βυρσοδεψία, οι καλλιέργειες και τα δημόσια έργα. Ως το 1860, η Σύρα ήταν το πρώτο εμπορικό λιμάνι της Ελλάδας. 

Την περίοδο αυτή χτίστηκαν στην Ερμούπολη οι πρώτες κατοικίες και ο πρώτος ορθόδοξος ναός της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος μετατρέποντας τη σε μια πόλη – κόσμημα, με έντονους ρυθμούς ζωής, αρχιτεκτονικά μεγαλεία, αλλά και πνευματική ελευθερία με την ίδρυση σχολείων, συλλόγων και θεάτρων. Το θέατρο Απόλλων, τα νεοκλασικά κτίρια, οι πλατείες και οι εκκλησίες του νησιού αρχίζουν να αντανακλούν την πολιτισμική άνθηση του νησιού που ολοένα και μεγαλώνει.

Η Σύρος ξεκινά να αναγνωρίζεται για τις μεγάλες πρωτιές της, για την πρώτη όπερα, το πρώτο Εμποροδικείο της Ελλάδος (1826), το πρώτο Γυμνάσιο (1833), από το οποίο αποφοίτησε και ο Ελευθέριος Βενιζέλος, το πρώτο Πρωτοδικείο (1834), το πρώτο Λοιμοκαθαρτήριο, Επιμελητήριο και Τυπογραφείο, την πρώτη Ναυτιλιακή Εταιρεία (1857) αλλά και τις πρώτες Μηχανοκίνητες Βιομηχανίες όπως η υφαντουργεία και η βυρσοδεψία. 

Στα μέσα του 19ου αι. η Ερμούπολη βρισκόταν σε πλήρη ακμή και ο πληθυσμός της ανανεωνόταν συνεχώς με μετανάστες από διάφορα μέρη της ανεξάρτητης Ελλάδας.  Ήταν πλέον μια πόλη με ανεπτυγμένη οικονομική, πολιτιστική και κοινωνική ζωή για αρκετές δεκαετίες, ενώ οι κυρίαρχες πολιτικές τάσεις των Ερμουπολιτών τον 19ο αι. ζυμώθηκαν με τις αρχές του φιλελευθερισμού και τις δημοκρατικές παραδόσεις της Ελληνικής Επανάστασης.

Ο αναπτυξιακός κύκλος ολοκληρώθηκε με τη δημιουργία των πρώτων βιομηχανικών εργοστασίων (1860 – 1870) και στη συνέχεια ακολούθησαν χρόνια μαρασμού εξαιτίας της ανάπτυξης κι άλλων λιμανιών, κυρίως του Πειραιά, της παρακμής της ιστιοφόρου ναυτιλίας, της διάνοιξης της διώρυγας της Κορίνθου και των πολιτικών ανακατατάξεων στην ευρύτερη περιοχή που στέρησαν από τη Σύρο τις αγορές των Βαλκανίων και της Ανατολής.

Η ανάκαμψη άρχισε τα τελευταία χρόνια του 19ου αι. με τον αναπροσανατολισμό της οικονομίας σε νέα πεδία. Μέσα σε λίγα χρόνια μια βιομηχανική πόλη αναδύθηκε πάνω στις εγκαταλελειμμένες εμπορικές αποθήκες. Περισσότερα από 40 βαμβακουργικά εργοστάσια και η ανθράκευση ατμόπλοιων ξαναέδωσε ζωή στην πόλη για αρκετές δεκαετίες ακόμη.

Το τελευταίο κύμα προσφύγων έρχεται από την Μικρασία, μετά από την καταστροφή της Σμύρνης το 1922, ενώ λίγα χρόνια αργότερα αρχίζει να χτίζεται ο προσφυγικός συνοικισμός. Τα σημάδια της κάμψης του νησιού είναι πλέον εμφανή, καθώς το κοσμοπολίτικο ύφος ξεθωριάζει, αρκετοί βιομήχανοι μετοικούν στην Αθήνα ή τον Πειραιά και η Ερμούπολη αποκτά τα τυπικά χαρακτηριστικά μιας ελληνικής επαρχιακής πόλης.

Στο τέλος του μεσοπολέμου, τα εργοστάσια άρχισαν να κλείνουν και το λιμάνι νέκρωσε. Τα ιταλικά στρατεύματα Κατοχής επιβιβάστηκαν στη Σύρο τον Μάιο του 1941, ενώ τον Σεπτέμβριο του 1943 το νησί πέρασε στη δικαιοδοσία των Γερμανών, γνωρίζοντας την πιο σκληρή πείνα της κατοχικής περιόδου μετρώντας 6.000 – 8.000 νεκρούς. Μετά από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Ερμούπολη βγήκε βαθιά τραυματισμένη, καθώς τα περισσότερα εργοστάσια έκλεισαν και η πόλη έχασε το 30% του πληθυσμού της, που πήρε τον δρόμο της μετανάστευσης.

Σήμερα η Σύρος βρίσκεται σε ανοδική πορεία με ανεπτυγμένη οικονομία, τουρισμό και αγροτική παραγωγή. H πνευματική και πολιτιστική παράδοση του νησιού που συντίθεται από ετερόκλητες και γοητευτικές αντιθέσεις, προσελκύει το τουριστικό ενδιαφέρον.

ΔΗΜΟΣ